- κοπώδης
- κοπώδης, -ες (Α) [κόπος]1. αυτός που προξενεί κόπο, κοπιαστικός, επίπονος2. (με γεν.) αυτός που προξενεί πόνο σε κάτι («κοπώδης υποχοδρίων», Ιπποκρ.)3. μτφ. ενοχλητικός, φορτικός, βαρύς («πυρετοὶ κοπώδεις» Ιπποκρ.)4. (με παθ. σημ.) καταπονημένος, κουρασμένος.επίρρ...κοπωδέστερον (Α)φρ. (με το ρ. έχω) «κοπωδέστερον έχω» — είμαι περισσότερο καταπονημένος.
Dictionary of Greek. 2013.